- διαφθίνω
- διαφθίνω, [tense] pf. part. διεφθῐνηκώςA wasted away, Sch.Theoc.10.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφθίνω — (Α) (η μτχ. παρακμ.) διεφθινηκώς εξαντλούμαι, λειώνω («τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῑαν», Σχολ. Θεοκρ.) … Dictionary of Greek